invòlto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈvɔlto]
1 περιτύλιγμα
2 επικάλυψη
3 πακέτο
4 δέμα
5 μπόγος
6 περίβλημα
7 ύφασμα περιτύλιξης
8 συσκευασία
9 κάλυμμα (βιβλίου)
10 χαρτί περιτύλιξης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈvɔlto]
1 περιτύλιγμα
2 επικάλυψη
3 πακέτο
4 δέμα
5 μπόγος
6 περίβλημα
7 ύφασμα περιτύλιξης
8 συσκευασία
9 κάλυμμα (βιβλίου)
10 χαρτί περιτύλιξης
permalink
involto (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android