ItalianoGreco


irragionevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irraʤonevoˈlettsa]

1 ασυναρτησία
2 εξωφρενισμός
3 παραδοξολογία
4 παράνοια
5 παραλογισμός
6 εξωφρενικότητα
7 αφροσύνη
8 παραλογητό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---