ItalianoGreco


irrimediabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irrimedjabiliˈta]

1 αδυναμία ανάκτησης
2 αδυναμία επισκευής
3 αδυναμία ίασης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---