Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìstmico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈistmiko]

1 αναφερόμενος σε ισθμό
2 ισθμιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  istituzione istmo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istitutrice (θηλ.ουσ)
istituzionale (επίθ.)
istituzionalizzare (ρ. μτβ.)
istituzionalizzazione (θηλ.ουσ)
istituzione (θηλ.ουσ)
istmico (επίθ.)
istmo (ουσ αρσ )
istochimica (θηλ.ουσ)
istogenesi (θηλ.ουσ)
istogramma (ουσ αρσ )
istolisi (θηλ.ουσ)
istologia (θηλ.ουσ)
istologico (επίθ.)
istologo (ουσ αρσ )
istoriare (ρ. μτβ.)
istoriografo (ουσ αρσ )
istradare (ρ. μτβ.)
Istria (θηλ.ουσ)
istrice (ουσ αρσ )
istrione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---