Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


istruzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [istrutˈtsjone]

1 η εκπαίδευση
2 (indicazione) η οδηγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  istruttorio istupidimento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


istruzioni [θηλ. πλυθ.] per l'uso = οι οδηγίες [f.] χρήσεως


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istruito (επίθ.)
istruttivo (επίθ.)
istruttore (ουσ αρσ )
istruttoria (θηλ.ουσ)
istruttorio (επίθ.)
istruzione (θηλ.ουσ)
istupidimento (ουσ αρσ )
istupidire (ρ.αμτβ.)
istupidire (ρ. μτβ.)
istupidirsi (ρ.μ. (αντων.))
Itaca (θηλ.ουσ)
itacese (ουσ αρσ και θηλ.)
itacese (επίθ.)
Italia (θηλ.ουσ)
italianamente (επίρ.)
italianeggiare (ρ.αμτβ.)
italianismo (ουσ αρσ )
italianista (ουσ αρσ και θηλ.)
italianità (θηλ.ουσ)
italianizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---