ItalianoGreco


istruzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [istrutˈtsjone]

1 η εκπαίδευση
2 (indicazione) η οδηγία


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


istruzioni [θηλ. πλυθ.] per l'uso = οι οδηγίες [f.] χρήσεως



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---