Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


laghétto
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [laˈgetto]

λιμνούλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laggiù lagna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ladronesco (επίθ.)
ladruncolo (ουσ αρσ )
Laerte (κύρ.όν. αρσ.)
lager (ουσ αρσ )
laggiù (επίρ.)
laghetto (ουσ αρσ )
lagna (θηλ.ουσ)
lagnanza (θηλ.ουσ)
lagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
lagno (ουσ αρσ )
lagnoso (επίθ.)
lago (ουσ αρσ )
laguna (θηλ.ουσ)
lagunare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lai (ουσ αρσ πληθ.)
laica (θηλ.ουσ)
laicale (επίθ.)
laicato (ουσ αρσ )
laicismo (ουσ αρσ )
laicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---