ItalianoGreco


lambiccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [lambikˈkare]

1 φιλτράρω
2 σκέφτομαι προσεκτικά
3 συλλογιέμαι
4 λαγαρίζω
5 λαμπικάρω
6 αποστάζω
7 διυλίζω

lambiccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [lambikˈkarsi]

1 προβληματίζομαι
2 στύβω το μυαλό μου
3 σπάω το κεφάλι μου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---