lapidàrio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [lapiˈdarjo]
1 λιθοξόος
2 λιθοκόπος
3 πετράς
4 μουσείο επιγραφών
5 μηχανή λιθοκοπίας
6 εργαλείο κοψίματος κοσμημάτων
lapidàrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [lapiˈdarjo]
1 αποφθεγματικός
2 σύντομος και σαφής
3 περιεκτικός
4 σκαλισμένος στον βράχο
5 σαφής και ακριβής
6 επιγραμματικός
7 ο με αφοριστικό περιεχόμενο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [lapiˈdarjo]
1 λιθοξόος
2 λιθοκόπος
3 πετράς
4 μουσείο επιγραφών
5 μηχανή λιθοκοπίας
6 εργαλείο κοψίματος κοσμημάτων
lapidàrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [lapiˈdarjo]
1 αποφθεγματικός
2 σύντομος και σαφής
3 περιεκτικός
4 σκαλισμένος στον βράχο
5 σαφής και ακριβής
6 επιγραμματικός
7 ο με αφοριστικό περιεχόμενο
permalink
lapidario (ουσ αρσ )
lapidario (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android