làsso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈlasso]
1 διακοπή
2 πάροδος
3 παρέλευση
4 διάλειμμα
làsso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈlasso]
1 χαλαρός
2 κουραστικός
3 πληκτικός
4 χαύνος
5 υποτονικός
6 αδιάντροπος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈlasso]
1 διακοπή
2 πάροδος
3 παρέλευση
4 διάλειμμα
làsso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈlasso]
1 χαλαρός
2 κουραστικός
3 πληκτικός
4 χαύνος
5 υποτονικός
6 αδιάντροπος
permalink
lasso (ουσ αρσ )
lasso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android