ItalianoGreco


laterìzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lateˈrittsjo]

1 κεραμίδι
2 πλίνθος
3 τούβλο

laterìzio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lateˈrittsjo]

1 τούβλινος
2 πλίνθινος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---