ItalianoGreco


làuto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlawto]

1 πλούσιος
2 σπάταλος
3 λουσάτος
4 πολυτελής
5 πλουσιοπάροχος
6 πληθωρικός
7 δαψιλής
8 πολυέξοδος
9 άφθονος
10 δαπανηρός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---