ItalianoGreco


lavàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [laˈvare]

πλένω, πλύνω

lavarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [laˈvarsi]

πλένομαι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lavare a secco = καθαρίζω με στεγνό καθάρισμα || lavarsi i capelli = λούζομαι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---