ItalianoGreco


lavóro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [laˈvoro]

1 η δουλειά, η εργασία
2 (occupazione) η απασχόληση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


è dedito al lavoro = την πονάει την δουλειά || lavori [αρσ. πλυθ.] di casa = τα οικιακά || lavori [αρσ. πλυθ.] pubblici = τα δημόσια έργα || lavoro [αρσ.] nero = η παράνομη εργασία || permesso [αρσ.] di lavoro = η άδεια εργασίας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---