ItalianoGreco


legnosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [leɲɲosiˈta]

1 ιδιότητα του ξυλώδους
2 ανθεκτικότητα
3 ακαμψία
4 σκληράδα
5 σκληρότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---