ItalianoGreco


léna, lèna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlena], [ˈlɛna]

1 αναπνοή
2 ικανότητα αντοχής
3 πνοή
4 ανάσα
5 ζωτικότητα
6 σφρίγος
7 ρώμη
8 αντοχή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---