ItalianoGreco


lepidézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lepiˈdettsa]

1 έξυπνο χιούμορ
2 ετοιμότητα πνεύματος
3 ευστροφία πνεύματος
4 πνευματώδης λόγος
5 ευφυολόγημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---