ItalianoGreco


leucocitolìsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lewko,ʧitoˈlizi]

1 κυτταρολυσία λευκών αιμοσφαιρίων
2 κυτταρόλυση λευκών αιμοσφαιρίων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---