ItalianoGreco


levàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [leˈvata]

1 εγερτήριο
2 πρώτη καμπάνα
3 έγερση από το κρεβάτι
4 φύτρωμα
5 εκβλάστηση
6 χονδρική αγορά
7 ανταρσία
8 άρση
9 σήκωμα
10 έρανος
11 στάση
12 εξέγερση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---