ItalianoGreco


lìbero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlibero]

1 λίμπερο (στο ποδόσφαιρο)
2 παίκτης σκούπα στην άμυνα (ποδόσφαιρο)

lìbero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlibero]

ελεύθερος (-η, -ο), λεύτερος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οικονομία libero scambio [αρσ.] = economia η ελεύθερη συναλλαγή || discesa [θηλ.] libera = η κατάβαση || esercizi [αρσ. πλυθ.] a corpo libero = οι ασκήσεις [f.] ρυθμικής || ingresso [αρσ.] libero = η ελεύθερη είσοδος || lotta [θηλ.] libera = η ελεύθερη πάλη || stile [αρσ.] libero = το ελεύθερο στυλ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---