ItalianoGreco


lìdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlido]

1 όχθη
2 γιαλός
3 ακροθαλασσιά
4 ακρογιαλιά
5 ακτή
6 παραλία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---