ItalianoGreco


limitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [limiˈtato]

1 αυστηρός
2 μειωμένος
3 κλεισμένος
4 γλίσχρος
5 στενός
6 λιγοστός
7 σφιχτός
8 περιορισμένος
9 στενόμυαλος
10 πενιχρός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---