ItalianoGreco


lingòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [linˈgɔtto]

1 ράβδος (χρυσού)
2 στενό αρχιτεκτονικό γύψινο
3 χελώνα (χρυσού ή αργύρου)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


un lingotto [αρσ.] d'oro = ένα κομμάτι μάλαμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z