ItalianoGreco


liquidazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [likwidatˈtsjone]

το ξεπούλημα, η εκποίηση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


in liquidazione = σε εκκαθάριση



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z