ItalianoGreco


lisciviazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [liʃʃivjatˈtsjone]

1 πλύσιμο μπουγάδας με αλισίβα
2 εξαγωγή συστατικού από διάλυμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z