ItalianoGreco


litighìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [litiˈgino]

1 μάγκας
2 φίλερις
3 τσαμπουκάς
4 φιλόνικος
5 καπάνταης
6 τσαμπουκαλής
7 εριστικός άνθρωπος
8 κούτσαβος
9 ψευτοπαλικαράς
10 νταής
11 καβγατζής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z