ItalianoGreco


litoràle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [litoˈrale]

η παραλία

litoràle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [litoˈrale]

1 παραλιακός
2 παραθαλάσσιος
3 παράλιος
4 παράκτιος
5 ακταίος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---