ItalianoGreco


lòculo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɔkulo]

1 κοίλωμα σε τοίχο για τάφο
2 κυψελίδα
3 μικρή κοιλότητα
4 κόγχη
5 κοιλότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z