ItalianoGreco


lottizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [lottidˈdzare]

1 διαμερίζω
2 διαμοιράζω
3 επιμερίζω
4 διανέμω
5 μερίζω
6 κατανέμω
7 διαμοιράζω ως λάφυρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---