ItalianoGreco


lumièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [luˈmjɛra]

1 καντηλέρι
2 κηροπήγιο
3 φως επάνω σε λάβαρο (για λιτανείες)
4 πολυέλαιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---