lùngo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈlungo]
ο μήκος
lùngo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈlungo]
1 μακρύς
2 (lento) αργός
lùngo
πρόθεση
Προσφορά I.P.A.: [ˈlungo]
κατά μήκος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈlungo]
ο μήκος
lùngo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈlungo]
1 μακρύς
2 (lento) αργός
lùngo
πρόθεση
Προσφορά I.P.A.: [ˈlungo]
κατά μήκος
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
caffè [αρσ.] lungo = ο αραιωμένος καφές || di gran lunga = κατά πολύ || lungo la strada = κατά μήκος του δρόμου || salto [αρσ.] in lungo = το άλμα εις μήκος
lungo (ουσ αρσ )
lungo (επίθ.)
lungo (πρόθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android