Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lustratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lustraˈtura]

1 γυάλισμα
2 λουστράρισμα
3 στίλβωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lustrata lustrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lussurioso (αρσ. επίθ και ουσ)
lustrale (επίθ.)
lustrare (ρ. μτβ.)
lustrascarpe (ουσ αρσ και θηλ.)
lustrata (θηλ.ουσ)
lustratura (θηλ.ουσ)
lustrazione (θηλ.ουσ)
lustrino (ουσ αρσ )
lustro (ουσ αρσ )
lustro (επίθ.)
lutare (ρ. μτβ.)
lutatura (θηλ.ουσ)
luteina (θηλ.ουσ)
luteo (επίθ.)
luteranesimo (ουσ αρσ )
luteranismo (ουσ αρσ )
luterano (ουσ αρσ )
luterano (επίθ.)
lutezio (ουσ αρσ )
luto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---