Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lutulènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lutuˈlɛnto]

1 λασπώδης
2 ασαφής
3 θολωμένος
4 συγκεχυμένος
5 βορβορώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  luttuoso lux  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lutezio (ουσ αρσ )
luto (ουσ αρσ )
lutreola (θηλ.ουσ)
lutto (ουσ αρσ )
luttuoso (επίθ.)
lutulento (επίθ.)
lux (ουσ αρσ )
ma (ουσ αρσ )
ma (σύνδ.)
ma (επιφ.)
macabro (επίθ.)
macaco (ουσ αρσ )
macadam (ουσ αρσ )
macadamizzare (ρ. μτβ.)
macao (ουσ αρσ )
macaone (ουσ αρσ )
Macario (κύρ.όν. αρσ.)
maccabeo (ουσ αρσ )
maccarello (ουσ αρσ )
maccartismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---