ItalianoGreco


macchinatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [makkinaˈtore]

1 μηχανορράφος
2 ραδιούργος
3 συνωμότης
4 δολοπλόκος
5 χαλκευτής
6 σκευωρός
7 ποντικομαμή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---