Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maculàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [makuˈlato]

1 διάστικτος
2 στικτός
3 κατάστικτος
4 παρδαλός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macula maculatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

macroscopico (επίθ.)
macrosomia (θηλ.ουσ)
macrostruttura (θηλ.ουσ)
macuba (ουσ αρσ και θηλ.)
macula (θηλ.ουσ)
maculato (επίθ.)
maculatura (θηλ.ουσ)
madama (θηλ.ουσ)
madamigella (θηλ.ουσ)
maddalena (κύρ.όν. θηλ.)
madera (ουσ αρσ )
madia (θηλ.ουσ)
madido (επίθ.)
madiere (ουσ αρσ )
madonna (θηλ.ουσ)
madonnina (θηλ.ουσ)
madoqua (θηλ.ουσ)
madore (ουσ αρσ )
madornale (επίθ.)
madornalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---