ItalianoGreco


madrigàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [madriˈgale]

1 πολυφωνικό μουσικό έργο 16-17 αιώνα
2 μεσαιωνικό μικρό λυρικό ποίημα
3 μαδριγάλιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---