ItalianoGreco


maggiordòmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [madʤorˈdɔmo]

1 αρχιθαλαμηπόλος
2 υπεύθυνος μεγάλου νοικοκυριού
3 οικονόμος
4 υπηρέτης επικεφαλής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---