ItalianoGreco


malalìngua  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,malaˈlingwa]

1 κακεντρεχής
2 φαρμακόγλωσσα
3 φθονερός
4 κακόγλωσσος
5 κακολόγος
6 φαρμακομύτης
7 φιλοκατήγορος
8 φιλόψογος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z