ItalianoGreco


manche  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmanʃ]

1 σειρά προκριματικών αγώνων
2 παρτίδα χαρτιών
3 λαβή του σκι
4 προκριματικός γύρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---