ItalianoGreco


mandatàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mandaˈtarjo]

1 δικαιοπάροχος
2 δικαιοδόχος
3 εκδοχέας
4 αντίκλητος
5 πληρεξούσιος δικηγόρος
6 εντολοδότης
7 εντολέας
8 αντιπρόσωπος
9 εντολοδόχος
10 πληρεξούσιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---