ItalianoGreco


mangiaùfo  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,manʤaˈufo]

1 φαταούλας
2 σελέμης
3 προκομμένος (ειρωνικά)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---