ItalianoGreco


manifattùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [manifatˈtura]

1 εργοστάσιο
2 ποιότητα εργασίας
3 μαστοριά
4 προὶόν εργασίας
5 κατασκευασθέν είδος
6 βιομηχανία
7 εργασία
8 κατασκεύασμα
9 μανιφατούρα
10 βιομηχανική μεταποίηση
11 τεχνουργία
12 μεταποίηση
13 κατασκευή από πρώτες ύλες


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---