ItalianoGreco


manipolatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [manipolaˈtore]

1 χαλκευτής
2 χειριστήριο τηλεγράφου
3 μηχανορράφος
4 έμπορος που νοθεύει
5 νοθευτής

manipolatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [manipolaˈtore]

1 νοθευτικός
2 παραπλανητικός
3 διαχειριζόμενος έξυπνα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---