ItalianoGreco


manomissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [manomisˈsjone]

1 παραποίηση
2 αντικανονικό άνοιγμα
3 χειραφέτηση
4 απελευθέρωση σκλάβου
5 χάλασμα
6 μαστόρεμα
7 παραβίαση
8 ανακάτεμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---