ItalianoGreco


manzoniàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mandzoˈnjano]

1 οπαδός της γλωσσολογικής θεωρίας του Μαντζόνι
2 μιμητής του Μαντζόνι

manzoniàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mandzoˈnjano]

ο του Μαντζόνι (Ιταλού ποιητή 1785-1873)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---