ItalianoGreco


maratonèta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maratoˈnɛta]

1 μαραθωνοδρόμος
2 δρομέας μαραθωνίου
3 δρομέας μεγάλων αποστάσεων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---