marezzàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [maredˈdzato]
1 μουαρέ
2 με σχήματα σαν νευρώσεις
3 κατσαρωμένος
4 κυματοειδής
5 που έχει νερά (σαν το ξύλο ή το μάρμαρο)
6 κυματιστός
7 με σχέδια σαν φλέβες
8 με νερά (μάρμαρο)
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [maredˈdzato]
1 μουαρέ
2 με σχήματα σαν νευρώσεις
3 κατσαρωμένος
4 κυματοειδής
5 που έχει νερά (σαν το ξύλο ή το μάρμαρο)
6 κυματιστός
7 με σχέδια σαν φλέβες
8 με νερά (μάρμαρο)
permalink
marezzato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android