ItalianoGreco


marràno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [marˈrano]

1 αποστάτης
2 χωριάτης
3 βλάχος
4 αγενής
5 χωρικός
6 εξωμότης
7 αρνησίθρησκος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---