ItalianoGreco


martellaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [martellaˈmento]

1 σφυροκόπημα
2 δαρμός
3 καταιγισμός
4 κατεργασία με σφύρα
5 σφυρηλασία
6 σφυρηλάτηση
7 συνεχή πλήγματα
8 χτύπημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---