ItalianoGreco


mascheraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maskeraˈmento]

1 συσκοτισμός
2 μασκάρεμα
3 μεταμφίεση
4 συγκάλυψη
5 καμουφλάζ
6 συσκότιση
7 καμουφλάρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---