ItalianoGreco


màssimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmassimo]

το μέγιστο

màssimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmassimo]

1 υπέρτατος
2 ύπατος
3 ευρισκόμενος στα ύψη
4 σημαντικότατος
5 κορυφαίος
6 πιο καλός
7 υπερβαρέων βαρών
8 απώτατος
9 πολύ μακρινός
10 ανώτατος
11 πάρα πολύ μεγάλος
12 μέγιστος
13 άκρος
14 ύψιστος
15 έσχατος
16 υπέρτατος
17 πλείστος
18 απώτατος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


al massimo = στη διαπασών, το πολύ-πολύ || in linea di massima = σε γενικές γραμμές



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---